- πυξίδιο
- το / πυξίδιον, ΝΑ [πυξίον/ πυξίς, -ίδος]νεοελλ.βοτ. τύπος ξηρού διαρρηκτού καρπού, αλλ. φραγμόλυτη κάψα ή ασκόκαψααρχ.1. πινακίδα γραφής από ξύλο πύξου2. μικρό κιβώτιο από ξύλο πύξου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.